- επικίδνημι
- ἐπικίδνημι (Α)εκτείνω, εξαπλώνω, διαχέω (α. «ἀλλ’ ἴτον ἐξ ἀδύτοιο, κακοῑς δ’ ἐπικίδνατε θυμόν», Ηρόδ.β. «ὅσον τ’ ἐπικίδναται ἠώς», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *κίδνημι, ενεργ. τ. τού ρ. κίδναμαι «εκτείνομαι», που απαντά μόνο εν συνθέσει].
Dictionary of Greek. 2013.