επικίδνημι

επικίδνημι
ἐπικίδνημι (Α)
εκτείνω, εξαπλώνω, διαχέω (α. «ἀλλ’ ἴτον ἐξ ἀδύτοιο, κακοῑς δ’ ἐπικίδνατε θυμόν», Ηρόδ.
β. «ὅσον τ’ ἐπικίδναται ἠώς», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *κίδνημι, ενεργ. τ. τού ρ. κίδναμαι «εκτείνομαι», που απαντά μόνο εν συνθέσει].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐπικίδνατε — ἐπικίδνημι spread over pres imperat act 2nd pl ἐπικίδνημι spread over pres ind act 2nd pl ἐπικίδνημι spread over imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεκίδνατο — ἐπικίδνημι spread over imperf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικιδναμένου — ἐπικίδνημι spread over pres part mp masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικιδνάντος — ἐπικίδνημι spread over pres part act masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικίδναμαι — ἐπικίδνημι spread over pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικίδνανται — ἐπικίδνημι spread over pres ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικίδναται — ἐπικίδνημι spread over pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”